- καϊμές
- ο1. τουρκικό χαρτονόμισμα που είχε εκδοθεί χωρίς χρυσό αντίκρυσμα και γι' αυτό υπέστη μεγάλη πτώση τής αξίας του και τελικά εκμηδενίστηκε2. (κατ' επέκτ.) κάθε υποτιμημένο νόμισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaime].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.